Χθες βράδυ αποφάσισα να βγω. Να κατέβω με τα πόδια στο κέντρο. Όσο πλησιάζουν τα Χριστούγεννα η Αθήνα φοράει τα γιορτινά της. Κι εμείς, κάπου ανάμεσα στο ασφυκτικό μας ωράριο, τις ανειλημμένες υποχρεώσεις και τους λογαριασμούς που τρέχουν, προσπαθούμε να βιώσουμε αυτό που λένε «πνεύμα των Χριστουγέννων». Και όντως, ένας λόγος που χθες επέλεξα να περιφερθώ στη στολισμένη πρωτεύουσα, ήταν για να ξεχάσω (έστω για λίγο) τους προβληματισμούς μου. Να αντικρίσω πολλές «λαμπερές» εικόνες που θα υπερκαλύψουν τους «σκοτεινούς» λογισμούς μου. Όμως, δυστυχώς, δεν τα κατάφερα.
Όλα πήγαιναν καλά. Φάγαμε, ήπιαμε, γελάσαμε, είδαμε τις φωτεινές επιγραφές του 2022, φωτογραφηθήκαμε στην κατάμεστη πλατεία Συντάγματος μαζί με τον Άγιο Βασίλη και τους καλικάντζαρους. Γέμισαν τα μάτια μας γιορτινές εικόνες. Και κάποια στιγμή πήρα το δρόμο της επιστροφής, πλήρης και ευδιάθετη.
Φτάνω στην Πανεπιστημίου. Κοιτάζω ψηλά και βλέπω τα φωτεινά αστέρια που την κοσμούν. Κοιτάζω χαμηλά δίπλα στο φανάρι, και βλέπω έναν άνθρωπο ξαπλωμένο στο δρόμο. Είχε στρώσει χαρτόνια στο πεζοδρόμιο και ήταν σκεπασμένος με κουβέρτες και παλιά ρούχα. Ήταν άντρας, όχι πολύ μεγάλος σε ηλικία. Φαινόταν να κοιμάται, ή τουλάχιστον είχε τα μάτια του κλειστά. Η αλήθεια είναι πως τον είχα ξανά δει. Όμως χθες, για κάποιο λόγο δεν μπορούσα να τον προσπεράσω. Στάθηκα για λίγο και παρατήρησα: τον αγνοούσαν περί τα είκοσι άτομα ανά δευτερόλεπτο. Άντρες με κουστούμια, γυναίκες με γούνες, παιδιά που κρατούσαν σακούλες από καταστήματα ρούχων και παιχνιδιών.
Όση ώρα στεκόμουν με πλημμύριζαν συναισθήματα και σκέψεις. Βίωνα την αντίθεση. Το οξύμωρο. Και άρχισα να θέτω ερωτήματα: πώς άραγε να κατέληξε στο δρόμο; Γιατί κανείς δεν τον βοηθά; Άραγε εκείνος, πού θα κάνει Χριστούγεννα; Στο δρόμο; Εγώ μόλις έφαγα κι αυτός πεινάει; Πως γίνεται μέσα σε μια πόλη υπερφωτισμένη να υπάρχει τόσο σκότος; Που είναι οι γιορτινές εικόνες που νόμιζα ότι θα δω;
Πέντε λεπτά αργότερα έσκυψα το κεφάλι κι έφυγα. Άπραγη. Όπως και οι υπόλοιποι. Μήπως έκανα λάθος;
Μήπως όλοι κάνουμε κάτι λάθος;