Πριν λίγες μέρες θυμήθηκα ένα αγαπημένο μου βιβλίο που αξίζει να το διαβάσετε. Ένα διαχρονικό βιβλίο που οι συμβολισμοί και τα ηθικά διδάγματα του παραμένουν επίκαιρα στη σημερινή εποχή!!!
Την «Πανούκλα» του Αλμπέρ Καμύ
Ο πόλεμος –αυτή η «μαύρη πανούκλα»– ξεσπά στην Eυρώπη. H Γαλλία σπαράζει στις όχθες του Σομ και του Λουάρ, εκατομμύρια οι αιχμάλωτοι στα κρεματόρια. O πόλεμος κάνει πιο έντονο το χωρισμό, την απουσία, την αρρώστια, την ανασφάλεια. Mήπως όμως δεν είμαστε πάντα υπό απειλήν, αποκομμένοι, εξόριστοι, σαρακοφαγωμένοι όπως το φρούτο από το σκουλήκι; H Πανούκλα, καταγράφει τη συμπεριφορά των ανθρώπων σ’ έναν κόσμο που μοιάζει χωρίς σκοπό και μέλλον, σ’ έναν κόσμο πνιγηρής επανάληψης και μονοτονίας. Kι αυτό που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους δεν είναι οι κινήσεις ή οι ομιλίες τους, δεν είναι η αυτοκρατορία της σάρκας τους, αλλά οι σιωπές, οι κρυφές πληγές τους, οι σκιές που ρίχνουν στις προκλήσεις της ζωής.
(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Η «Πανούκλα» του Αλμπέρ Καμύ είναι ένα αλληγορικό βιβλίο.
Ο συγγραφέας αναφέρεται σε πραγματική πανδημία, τη βουβωνική πανώλη που αποδεκάτισε τον πληθυσμό της Γαλλίας την δεκαετία του ’40. Η συγγραφή του έργου συμπίπτει με την άνοδο του ναζισμού και ο Καμύ επιχειρεί μέσω εύστοχων συμβολισμών να σχολιάσει τα απολυταρχικά καθεστώτα. Η αναζήτηση της ελευθερίας των πολιτών, τα φαινόμενα ρατσισμού και φασισμού, αλλά και ο πόλεμος αποτελούν τα πιο διαχρονικά μηνύματα.
Είναι έντονη μέσα στο έργο η αντίφαση ανάμεσα στην ματαιότητα της ύπαρξης και την συνέχιση της ζωής. Ο Αλμπέρ Καμύ δίνει με το δικό του μοναδικό τρόπο το πιο σημαντικό ηθικό δίδαγμα, την αξία του Ανθρώπου, τη σημασία που πρἐπει να δίνει ο άνθρωπος στις στιγμές, αλλά και τη συνειδητοποίηση της θνητότητάς του.
«….Το Οράν, αντίθετα, είναι φαινομενικά μια πόλη ανυποψίαστη, μια πόλη, μ’ άλλα λόγια, απόλυτα σύγχρονη. Δεν είναι απαραίτητο, κατά συνέπεια, να ξεκαθαρίσουμε με ποιο τρόπο ερωτεύονται στον τόπο μας. Οι άντρες και οι γυναίκες ή αλληλοσπαράζονται γρήγορα γρήγορα μέσα σ’ αυτό που το λένε ερωτική πράξη ή πάλι βυθίζονται στη μακρόχρονη συνήθεια του αντρόγυνου. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο άκρα, πολλές φορές, δεν υπάρχει μέση οδός….»
«……Οι συμπολίτες μας δεν ήταν περισσότερο ένοχοι από άλλους, ξεχνούσαν μόνο να ‘ναι μετριόφρονες, αυτό είναι όλο και σκέφτονταν πως όλα είναι ακόμα δυνατά γι’ αυτούς, πράγμα που προϋπέθετε ότι οι συμφορές ήταν αδύνατο να υπάρχουν. Εξακολουθούσαν τις εμπορικές συναλλαγές, ετοίμαζαν ταξίδια και είχαν τις απόψεις τους. Γιατί να σκέφτονταν την πανούκλα που καταργεί το μέλλον, τις μετακινήσεις και τις συζητήσεις; Νόμιζαν πως ήταν ελεύθεροι ενώ κανείς δεν μπορεί να είναι ελεύθερος όσο υπάρχουν συμφορές….»
«….Κανένας δεν είχε ακόμα πραγματικά δεχτεί την αρρώστια. Οι περισσότεροι ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητοι σ’ ότι αναστάτωνε τις συνήθειες τους ή έβλαπτε τα συμφέροντα τους. Τους έκανε ν’ αγανακτούν ή να εξοργίζονται, αυτά όμως δεν είναι τα συναισθήματα που πρέπει ν’ αντιτάξει κανείς στην πανούκλα…..
«… ήταν το αίσθημα της εξορίας αυτό το κενό που είχαμε μέσα μας, αυτή η ειδική συγκίνηση, ο παράλογος πόθος να ξαναγυρίζεις στα παλιά ή να επισπεύδεις το χρόνο, αυτά τα πύρινα βέλη της μνήμης …. και τότε βλέπαμε πως ο χωρισμός ήταν προορισμένος να διαρκέσει κι έπρεπε να συμφιλιωθούμε με το χρόνο. Ξαναβρισκόμαστε έτσι στη θέση των φυλακισμένων, καταφεύγαμε στο παρελθόν, κι αν κάποιοι από μας έμπαιναν στον πειρασμό να ζήσουν στο μέλλον, δεν αργούσαν να προσγειωθούν απότομα, κουβαλώντας όλες τις πληγές που σε φορτώνει η φαντασία όταν την εμπιστεύεσαι…».
«….όταν ξεσπάει ένας πόλεμος οι άνθρωποι λένε: “Δεν θα κρατήσει πολύ, είναι ανοησία”. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένας πόλεμος είναι ασφαλώς μεγάλη ανοησία, όμως αυτό δεν τον εμποδίζει να κρατήσει πολύ. Η ανοησία είναι πάντα ανθεκτική….»
Όταν η επιδημία επιτέλους σταματήσει ο Ριέ θα περπατήσει μαζί με το πλήθος ανθρώπων που γιορτάζουν στους δρόμους. «Μέσα στο ωραίο κι απαλό φως που ξεχύνονταν πάνω από την πόλη, έπλεαν οι παμπάλαιες μυρωδιές, κρέας ψητό και ποτά με γλυκάνισο. Γύρω του πρόσωπα εκστατικά σηκώνονταν να κοιτάξουν προς τον ουρανό. Άνδρες και γυναίκες αρπάζονταν ο ένας τον άλλο, με πρόσωπα φλογισμένα, με κραυγές πόθου. Ναι, η πανούκλα είχε τελειώσει, και μαζί της ο τρόμος, και τα σφιχτοπλεγμένα χέρια βεβαίωναν ότι κάποτε είχε υπάρξει στ’ αλήθεια εξορία και χωρισμός, με τη βαθύτερη έννοια του όρου… κι ανάμεσα στις εκατόμβες των νεκρών, τις σειρήνες των ασθενοφόρων, τις εξαγγελίες αυτού που συνήθως ονομάζουμε πεπρωμένο, το πεισματικό ποδοβολητό του φόβου και την τρομερή επανάσταση της καρδιάς τους, δεν είχε πάψει να περνά μια πελώρια βουή, που ξυπνούσε τα τρομαγμένα πλάσματα, που τους έλεγε πως πρέπει να ξαναβρούν την αληθινή τους πατρίδα. Και θα ήταν ευτυχισμένοι, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα. Και πια ήξεραν πως υπάρχει κάτι που πάντοτε μπορείς να λαχταράς και καμιά φορά να το κερδίζεις: η ανθρώπινη τρυφερότητα…»
Το μήνυμα που κλείνει το βιβλίο αυτό είναι τόσο αισιόδοξο όσο και «απέλπιδο». Τα ποντίκια εξαφανίστηκαν. Η πανούκλα περιορίστηκε. Όμως τίποτα δεν είναι οριστικό. Η συνεχής επαγρύπνηση είναι η μόνη προστασία που διαθέτουμε απέναντι στις πανδημίες. Είτε αυτό αφορά ολοκληρωτικά καθεστώτα είτε θανατηφόρους ιούς…
Ο Αλμπέρ Καμύ γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 1913 στο χωριό Μοντοβί της Αλγερίας και μεγάλωσε στο Αλγέρι. Το 1940 εγκαταστάθηκε οριστικά στη Γαλλία. Υπήρξε πεζογράφος, δραματουργός, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος. Το 1957 του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας «για το σημαντικό λογοτεχνικό έργο του, που με διορατική σοβαρότητα φωτίζει τα προβλήματα της ανθρώπινης συνείδησης του καιρού μας». Στις 4 Ιανουαρίου 1960, στην κωμόπολη Βιλμπλεβέν (Ιόν, Βουργουνδία), ένα σπορ αυτοκίνητο, μάρκας Facel-Vega, καρφώθηκε με ιλιγγιώδη ταχύτητα σ’ έναν πλάτανο. Στη θέση του συνοδηγού καθόταν ο Αλμπέρ Καμύ που ανασύρθηκε νεκρός. «Δεν υπάρχει τίποτα πιο σκανδαλώδες από τον θάνατο ενός παιδιού και τίποτα πιο παράλογο από τον θάνατο σε τροχαίο δυστύχημα» είχε πει ο ίδιος σε ανύποπτο χρόνο. Τάφηκε στο αγαπημένο του Λουρμαρέν (Βοκλίζ), εκεί όπου ο ήλιος τού θύμιζε την Αλγερία. Στην ελληνική γλώσσα, ο κύριος όγκος των έργων του κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.
https://www.culturenow.gr/