Σήμερα έπεσε στα χέρια μου ένα εξαιρετικό, αλληγορικό μυθιστόρημα, που διάβασα αρκετά χρόνια πριν και περιγράφει και την εποχή μας. Ένα διαχρονικό βιβλίο που σε προβληματίζει και σε καθηλώνει! Θυμάμαι ότι δεν μπορούσα να το αφήσω από τα χέρια μου…
Ένας άνθρωπος χάνει ξαφνικά το φως του. Τα περιστατικά αιφνίδιας τύφλωσης κλιμακώνονται και η κυβέρνηση αποφασίζει να βάλει σε καραντίνα τους τυφλούς. Με γραφειοκρατική ακρίβεια, ο Ζοζέ Σαραμάγκου έχει υπολογίσει όλα όσα θα μπορούσαν να συμβούν σ’ έναν κόσμο που χάνει την όρασή του. Για πόσο καιρό η κίνηση στους δρόμους θα είναι ομαλή; Για πόσο καιρό θα επαρκούν τα τρόφιμα για τις πεινασμένες ορδές; Πόσος χρόνος χρειάζεται για να καταρρεύσει η παροχή του ηλεκτρικού ρεύματος, αερίου και νερού; Τι θ’ απογίνουν τα κατοικίδια; Οι σεξουαλικοί φραγμοί; Πόσοι τυφλοί φτιάχνουν μια τυφλότητα; Και τέλος: Σε έναν κόσμο τυφλών, τι θα έκανες αν έβλεπες;
[Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου] «Υπάρχει άραγε εξουσία, είπε ο πρώτος τυφλός. Δεν φαντάζομαι, αλλά και να υπάρχει, θα είναι μια εξουσία τυφλών που θέλουν να κυβερνούν τυφλούς, σαν να λέμε το τίποτα θέλει να οργανώσει το τίποτα…». [απόσπασμα του βιβλίου-Πηγή: www.doctv.gr]«Αναπνέουμε το ίδιο σκοτάδι κι όμως ο καθένας αλλιώς παραπατά, άλλα βήματα βρε αδερφέ και καλά κάνει, αλλά γιατί τόσο εξόφθαλμα να στερούμαστε προσανατολισμού. Γιατί να έχουμε προσανατολισμό θα με ρωτήσετε και καλά θα κάνετε. Έτσι για αλλαγή, να πούμε ότι η βάρκα θα πάει παρακάτω, που σηκωθήκαμε όλοι όρθιοι και κινούμαστε σε πορείες αντίθετες και πώς να κάνει δουλειά ο βαρκάρης κι αυτός τυφλός είναι ο έρμος. Και δε μιλώ για πρωθυπουργό στο όνομα του βαρκάρη, γιατί ο βαρκάρης ξέρει τουλάχιστον ένα κουπί να το πιάνει, με αυτό βγάζει το ψωμί του, μ’ αυτό και την κυρά του. Ας ξεκουνάγαμε τη βάρκα, έστω δύο λεύγες παρακεί, να αλλάξουμε νερά και παραστάσεις, να κατουρήσουμε κι αλλού κι ας επιστρέψουμε μετά πίσω στο μόλο, ούτως ή άλλως το σκοινί μας βγήκε λίγο, βάρκα κι αυτή με περιλαίμιο σκύλου, σαν και αυτούς που οδηγούν κάποιους τυφλούς. Σε μια χώρα –συγχωρέστε μου τη λέξη για άλλη μια φορά– όπου οι τυφλοί πολλαπλασιαζόντουσαν όσο δίνονταν συντάξεις αναπηρίας και κατόρθωναν οι τυφλοί να ‘χουν δυο μάτια αετίσια κάθε που στέκονται ουρά να την τσεπώσουν, χάθηκε να τσοντάρουμε να πάρουμε και λίγο σκοινί παραπάνω για τη βάρκα;» [απόσπασμα του βιβλίου-Πηγή: www.doctv.gr]
Στο Περί τυφλότητας ο συγγραφέας καταφέρνει μέσα από την ιστορία της ανώνυμης πόλης και των ανώνυμων ηρώων να αποδώσει σε όλο του το μεγαλείο την αποκτήνωση και μεταστροφή του ανθρώπου από έλλογο ον σε υποταγμένο το οποίο υπακούει τους νόμους της ζούγκλας, και μάλιστα με μια γραφή κυνική και με μαύρο χιούμορ.
Οι μακρόσυρτες προτάσεις, η γραφή χωρίς ανάσα, το ανακάτεμα των διαλόγων βαφτίζουν τον αναγνώστη στο σύμπαν του ιδιαίτερου Πορτογάλου συγγραφέα και τον κάνουν κοινωνό μιας ιστορίας τόσο απίθανης όσο και αληθινής, που έχει ενσαρκωθεί πολλές φορές σε μικρότερη κλίμακα σε αυτό τον πλανήτη. Οι πράοι συνετοί και ευγενικοί μεταβάλλονται σε δειλούς, σκλάβους, βιαστές και δολοφόνους χωρίς καν να χρειάζεται να μεσολαβήσει ένας πόλεμος.
Γραμμένο το 1995, το Περί τυφλότητος αποτελεί το κορυφαίο έργο του πορτογάλου συγγραφέα που τιμήθηκε με νόμπελ λογοτεχνίας το 1998 και αποτέλεσε μεγάλο κεφάλαιο της σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας (www.newsbeast.gr)
Ο Ζοζέ Σαραμάγκου γεννήθηκε το 1922 στο χωριό Αζινιάγκα της Πορτογαλίας, στους κόλπους μιας αγροτικής οικογένειας. Παρακολούθησε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση αλλά, για οικονομικούς λόγους, δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Εργάστηκε ως σιδηρουργός, σχεδιαστής, υπάλληλος υγείας και κοινωνικής πρόνοιας, μεταφραστής, εκδότης, δημοσιογράφος και συγγραφέας. Εμφανίστηκε στα γράμματα με το μυθιστόρημα Γη της αμαρτίας (1947). Ακολούθησε μια μεγάλη περίοδος χωρίς δημοσιεύσεις ως το 1966. Διατέλεσε, μεταξύ άλλων, πρόεδρος της Γενικής Συνέλευσης της Πορτογαλικής Κοινωνίας Συγγραφέων. Από το 1993, εκνευρισμένος με την Εκκλησία της Πορτογαλίας, εγκατέλειψε την πατρίδα του και αποφάσισε να ζει στο νησί Λανθαρότε της Ισπανίας. Το 1998 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας διότι με τις «παραβολές του, φορείς φαντασίας, συμπόνιας και ειρωνείας, καθιστά διαρκώς κατανοητή μια φευγαλέα πραγματικότητα». Πέθανε το 2010. Ο κύριος όγκος των βιβλίων του κυκλοφορεί στα ελληνικά, σε μετάφραση της Αθηνάς Ψυλλιά, από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. (www.kastaniotis.com)